[?] 22 Ορισμοί

για την

Καταγραφή Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων/Δραστηριοτήτων

κατά των Διακρίσεων και για τη Διαφορετικότητα στα Σχολεία

      


Ρατσισμός

Ο ρατσισμός μπορεί να προδιοριστεί με πολλούς τρόπους. Ένας ορισμός μιλά για το ρατσισμό ως μια συνειδητή ή ασυνείδητη πεποίθηση για την εγγενή ανωτερότητα μιας φυλής πάνω σε μια άλλη. Κατά συνέπεια η «ανώτερη» φυλή έχει το δικαίωμα άσκησης εξουσίας και επικυριαρχίας πάνω σε εκείνους που θεωρούνται «κατώτεροι».  Επιπλέον ο ρατσισμός επηρεάζει τις στάσεις και συμπεριφορές των ατόμων και των συλλογικοτήτων. Ωστόσο ο όρος «ρατσισμός» (από τον αγγλικό όρο racismπου γεννιέται από την έννοια της φυλής-race) προϋποθέτει την ύπαρξη «φυλών», κάτι που όπως πλέον γνωρίζουμε δεν υπάρχει παρά ως κοινωνική κατασκευή και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο ταξινόμησης.

Σήμερα ο ρατσισμός εστιάζει σε πολιτισμικές διαφορές παρά σε βιολογική κατωτερότητα-ανωτερότητα. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει μια ιεραρχία πολιτισμικών όπου κάποιες κουλτούρες, θρησκείες, παραδόσεις, έθμια και ιστορίες είναι ασύμβατες μεταξύ τους.

Έτσι ως ρατσισμό σήμερα εννοούμε ένα πλέγμα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και/ή θεσμικών δομών που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε μία διακριτή ομάδα ανθρώπων. Ως δικαιολογία για τις διακρίσεις χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην οποία διαφορετικότητα προσάπτεται συνήθως μια υποτιθέμενη κατωτερότητα ή επικινδυνότητα.

Tο φάσμα της υποτελούς διαβίωσης είναι ευρύ. Έχει όμως ως πυρήνα πάντοτε τον απόλυτο ή σχετικό αποκλεισμό από δημόσια και κοινωνικά αγαθά, όπως είναι η εκπαίδευση και η απασχόληση και όπως είναι η συμμετοχή στα κοινά.

Εγγενές συστατικό στοιχείο του ρατσισμού και του ρατσιστή είναι η άσκηση εξουσίας εις βάρος των θυμάτων του. Mε την έννοια αυτή η συμπεριφορά ενός ανθρώπου μπορεί να χαρακτηριστεί ρατσιστική ακόμη και εάν ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν επικαλείται ρατσιστικές αντιλήψεις. Hσυμπεριφορά είναι σημαντική και όχι η αιτιολόγησή της. Συνήθως όμως αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές είναι εναρμονισμένες μεταξύ τους. Hρατσιστική συμπεριφορά στηρίζεται σε ένα πλέγμα ρατσιστικών αντιλήψεων και στάσεων, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ολοκληρώνεται σε μία συνολική ρατσιστική εικόνα της κοινωνίας.

Ως προς τις αντιλήψεις: σε μία κοινωνία, στην οποία θεωρητικά ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται σε μια θέση χάρις ή εξαιτίας των προσωπικών του ιδιοτήτων, ικανοτήτων και προσόντων, η υποτελής διαβίωση μιας κατηγορίας ανθρώπων, όπως εκφράζεται με τον αναπαραγώμενο αποκλεισμό, λειτουργεί ως επιβεβαίωση της υποτιθέμενης κατωτερότητάς τους.

Ως προς τις στάσεις: σε μία κοινωνία, στην οποία ο ανταγωνισμός βρίσκεται στην κλίμακα των αξιών υψηλότερα από την αλληλεγγύη, δεν είναι ρεαλιστική η προσδοκία αυθόρμητων θετικών στάσεων απέναντι στους κοινωνικά απκλεισμένους.

Ως προς τις συμπεριφορές: ο ρατσισμός βραχυπρόθεσμα συμφέρει σε όσους δεν ανήκουν στα θύματά του. Aυτή είναι μια πικρή αλήθεια, η οποία θα βρίσκεται μπροστά μας τόσο καιρό όσο δεν θα καταφέρνουμε να δείχνουμε στους εν δυνάμει ρατσιστές ότι αυτά που φαίνεται να κερδίζουν βραχυπρόθεσμα από τον ρατσισμό θα τα πληρώνουν πολλαπλάσια αργότερα καθώς ρατσισμός σημαίνει υπονόμευση των θεμελίων του πολιτισμού από τον οποίο αντλούμε την ευημερία μας και την ευτυχία μας.

Υπάρχει ο ρατσισμός που υπάρχει από απλή ιδιοτέλεια, δηλαδή ως συμπεριφορά που επιλέγεται συνειδητά επειδή αποφέρει κέρδος και ο θεσμοθετημένος ρατσισμός, δηλαδή ο ρατσισμός του κράτους και των υπηρεσιών του με θεσμοθετημένο αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων από τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά (πχ. απαρτχάιντ).

Στην περίπτωση της υποτιθέμενης επικινδυνότητας των μεταναστών δημιουργείται «ξενοφοβία» η οποία ανατροφοδοτεί το ρατσισμό. Έτσι, η άσκηση εξουσίας σε βάρος τους - πχ. η νόμιμη χρήση καταστολής για απελάσεις, διώξεις, περιοριστικές διατάξεις - εύκολα δίνει έδαφος στο ρατσισμό και σε άνομες πράξεις βίας (πχ. κακομεταχείριση ή κατάχρηση εξουσίας από όργανα ελέγχου), ενώ στην πράξη δημιουργεί ή υποδαυλίζει, αντί να καταπολεμά, την ξενοφοβία.

Από κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Γ.Τσιάκαλου, Καθηγητή Παιδαγωγικής, Περισσότερα:

Γ.Τσιάκαλος, Απέναντι στα Εργαστήρια του Ρατσισμού, Τυπωθήτω, Αθήνα, 2006.

http://users.auth.gr/~gtsiakal/exclusion/sex_rac_excl_edu_ts.htm

αρχή

Ο νόμος κατά του ρατσισμού

Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ο ρατσιστικός λόγος, το μίσος και η βία δεν επιτρέπονται και τιμωρούνται από το νόμο (στην Ελλάδα ο νόμος 927/1979). Ωστόσο, δεν απαγορεύεται ο κάθε πολίτης να πιστεύει ότι θέλει. Εκείνο που απαγορεύεται είναι να καλεί σε πράξεις βίας ή να στοχοποιεί άτομα ή ολόκληρες κοινωνικές ομάδες λόγω ενός ιδιαίτερου  κοινωνικού, σωματικού ή πνευματικού τους χαρακτηριστικού, ενθαρρύνοντας ή δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για πραγματική ή πιθανή άσκηση βίας εναντίον τους.

Ο νόμος τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο έτη ή/και με χρηματική ποινή όποιον δημόσια, είτε προφορικά είτε διά του τύπου ή με γραπτά κείμενα ή εικονογραφήσεις ή με κάθε άλλο μέσο και με πρόθεση, προτρέπει σε πράξεις ή ενεργείες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων μόνο λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή του θρησκεύματός τους.

Επίσης τιμωρείται αναλόγως και όποιος συστήνει ή συμμετέχει σε οργανώσεις, που επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα ή δραστηριότητες κάθε μορφής προτρέποντας σε φυλετικές διακρίσεις.

Τέλος, τιμωρείται και όποιος δημοσίως, είτε προφορικά είτε διά του τύπου ή με γραπτά κείμενα ή εικονογραφήσεις ή με κάθε άλλο μέσο, εκφράζει ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή του θρησκεύματός τους.

Επιπλέον εκείνο που εκλαμβάνεται ως επιβαρυν τικό στοιχείο σε ένα ποινικό αδίκημα είναι το ρατσιστικό κίνητρο. Σύμφωνα με το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα, η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

Η Απόφαση Πλαίσιο κατά του Ρατσισμού 2008/913/JHA  του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σύντομα θα καταστεί και νόμος του ελληνικο κράτους και προβλέπει αυξημένες ποινές και κυρώσεις και για νομικά πρόσωπα για ρατσισμό και ξενοφοβία, ενώ η δίωξή τους θα ειναι αυτεπάγγελτη (δηλαδή θα διώκονται από τονεισαγγελέα χωρίς να χρειάζεται η καταγγελία των θυμάτων).

Επίσης θα διώκεται η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, (όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου), πχ. το Ολοκαύτωμα, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας.

αρχή

Ξενοφοβία

Η  λέξη «ξενοφοβία» αποτελεί νεολογισμό ακόμη και για τους Έλληνες. Ενώ έχει ως συστατικά δύο ελληνικές λέξεις δεν έλκει την καταγωγή της από την ελληνική γλώσσα αλλά αποτελεί δάνειο από το εξωτερικό.

Η ξενοφοβία ορίζεται ως "ένας νοσηρός φόβος των ξένων-αλλοδαπών ή των ξένων χωρών". Η ξενοφοβία είναι μια αντίληψη που βασίζεται σε κοινωνικά κατασκευασμένες εικόνες και ιδέες και όχι σε ορθολογικά και αντικειμενικά δεδομένα. Η ξενοφοβική αντίληψη του κόσμου απομειώνει και υποτιμά τα σύνθετα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα περιορίζοντάς τα σε απλουστευτικά καλές και κακές εκδοχές της πραγματικότητας.

Ως νεολογισμός η ξενοφοβία δεν φέρει κανένα ιστορικό φορτίο και κατανοείται από τους χρήστες της ελληνικής γλώσσας μόνο ετυμολογικά: ως φόβος που προκαλείται από ξένους. Σε αυτήν την περίπτωση, εάν υπάρχει κάποια επιθετική συμπεριφορά τότε αυτή προέρχεται από εκείνον που προξενεί τον φόβο και όχι από εκείνον που φοβάται. Πρόκειται δηλαδή για μια έννοια στην οποία οι θύτες και τα θύματα δεν οριοθετούνται με τον ίδιο σαφή τρόπο όπως στην περίπτωση του ρατσισμού – σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα οι ρόλοι εμφανίζονται αντεστραμμένοι. Στην περίπτωση της ξενοφοβίας ο ξενόφοβος μπορεί να κατηγορηθεί για αδικαιολόγητο φόβο – όμως η απόδειξη του γεγονότος ότι ο φόβος δεν είναι δικαιολογημένος ανήκει στις υποχρεώσεις των άλλων ατόμων. Συνήθως, την απόδειξη αυτή«οφείλουν» οι ίδιοι οι ξένοι, εκείνοι που υπερασπίζονται την παρουσία των ξένων, και, τέλος, εκείνοι που επιτρέπουν την έλευση των ξένων.

Στην περίπτωση της υποτιθέμενης επικινδυνότητας των μεταναστών δημιουργείται «ξενοφοβία» η οποία ανατροφοδοτεί το ρατσισμό. Έτσι, η άσκηση εξουσίας σε βάρος τους - πχ. η νόμιμη χρήση καταστολής για απελάσεις, διώξεις, περιοριστικές διατάξεις - εύκολα δίνει έδαφος στο ρατσισμό και σε άνομες πράξεις βίας (πχ. κακομεταχείριση ή κατάχρηση εξουσίας από όργανα ελέγχου), ενώ στην πράξη δημιουργεί ή υποδαυλίζει, αντί να καταπολεμά, την ξενοφοβία.

Στο ελληνικό πλαίσιο η επιλογή της λέξης «ξενοφοβία» σε αντιπαράθεση με τη λέξη ρατσισμό δεν είναι αθώα αλλά έχει μια συγκεκριμένη λειτουργικότητα. Λειτουργικότητα, η οποία, ας σημειωθεί, συμβαδίζει με τη λειτουργικότητα που έχει αποκτήσει η ίδια έννοια στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πράγματι, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί τη σημασία που έχει αποκτήσει στον ευρωπαϊκό πολιτικό και επιστημονικό λόγο η έννοια της ξενοφοβίας – σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στα περισσότερα κείμενα των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, και στη συνέχεια στον επίσημο πολιτικό λόγο των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, συνοδεύει σχεδόν πάντοτε την έννοια του ρατσισμού. Όμως η χρήση των δύο εννοιών ως ένα αδιάσπαστο ζεύγος –«ρατσισμός και ξενοφοβία»- υποβάλλει την εντύπωση ότι ο ρατσισμός είναι αποτέλεσμα, περίπου «η επόμενη φάση», ενός φόβου που προκαλείται από την παρουσία των ξένων.

Καταυτόν τον τρόπο σχεδόν αυτονόητα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ή παραλείπεται εντελώς ο ρατσισμός που υπάρχει από απλή ιδιοτέλεια, δηλαδή ως συμπεριφορά που επιλέγεται συνειδητά επειδή αποφέρει κέρδος. Κυρίως όμως παραλείπεται ο θεσμοθετημένος ρατσισμός, δηλαδή ο ρατσισμός του κράτους και των υπηρεσιών του. Πρόκειται για πολύ σημαντικές παραλείψεις με σοβαρές επιπτώσεις στη μελέτη του ρατσισμού και στην αντιμετώπισή του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση επειδή ο θεσμοθετημένος ρατσισμός, πρώτον αποτελεί την ισχυρότερη και πιο επώδυνη μορφή ρατσισμού και, δεύτερον, τροφοδοτεί και νομιμοποιεί την ξενοφοβία των απλών ανθρώπων.

αρχή

Διακρίσεις

Η ρατσιστική διάκριση ορίζεται από τη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Ρατσιστικών Διακρίσεων ως «κάθε διάκριση, αποκλεισμός, περιορισμός ή προτίμηση που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, στην εθνική ή εθνοτική καταγωγή και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα να εκμηδενίζει ή να εμποδίζει την αναγνώριση, απόλαυση ή άσκηση, ισότιμα ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό ή κάθε άλλο πεδίο δημόσιας ζωής.»

Το Ελληνικό Σύνταγμα προστατεύει όλους όσους βρίσκονται στην Ελλάδα από τις διακρίσεις. Το άρθρο 5 του Συντάγματος, λέει χαρακτηριστικά: "όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων."

Επιπλέον το ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο (νόμος 3304/2005 και μια σειρά από Ευρωπαϊκές Οδηγίες) δεν επιτρέπουν τις διακρίσεις σε διάφορυς τομείς (απασχόληση, εκπαίδευση, συναλλαγές κλπ.) για λόγους φυλετικής ή εθνικής/εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού-γενετήσιου προσανατολισμού.

Ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να υφίστανται διακρίσεις με βάση περισσότερες από μία από αυτές τις αιτίες, φαινόμενο που είναι ταυτοχρόνως γνωστό ως πολλαπλές διακρίσεις. Για παράδειγμα, κάποιος που είναι ηλικιωμένος και ανάπηρος, είναι νέος και προέρχεται από κάποια φυλετική ή εθνοτική μειονότητα, ή είναι ομοφυλόφιλος και καθολικός ενδεχομένως συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες να υποστεί διακρίσεις για πολλαπλές αιτίες.

Άμεση διάκριση έχουμε όταν, ένα πρόσωπο για λόγους φυλετικής ή εθνικής/εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού-γενετήσιου προσανατολισμού, υφίσταται  μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση. Με άλλα λόγια αν η άνιση μεταχείριση ενός προσώπου οφείλεται στο ότι ανήκει σε μια από τις παραπάνω ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες.

Έμμεση διάκριση έχουμε  όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη νομοθετική διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα ορισμένης κοινωνικης ομάδας για τους παραπάνω λόγους (δηλαδή με ορισμένα προσωπικά ή συλλογικά εθνοπολιτισμικά ή άλλα χαρακτηριστικά και πεποιθήσεις) σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Παράδειγμα έμμεσων διακρίσεων είναι το να απαιτείται από όλους τους διεκδικητές μιας θέσης εργασίας να εξεταστούν σε συγκεκριμένη γλώσσα, ακόμα κι αν η γλώσσα αυτή δεν είναι απαραίτητη για τη δουλειά (πχ. χειρωνακτική εργασία). Η εξέταση θα μπορούσε να αποκλείσει περισσότερους ανθρώπους που έχουν διαφορετική μητρική γλώσσα.

Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και ελληνικό  δίκαιο, απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάκριση για έναν από τους παραπάνω λόγους. Για να στοιχειοθετηθεί μια διάκριση, πρέπει τα συγκρινόμενα πρόσωπα (ή ομάδες προσώπων) να διαφέρουν μόνο ως προς τον πιθανό λόγο διάκρισης, ενώ κατά τα άλλα να είναι αναλόγως ίσα και όμοια. Σε τέτοια περίπτωση που υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι ένα πρόσωπο έχει υποστεί διάκριση και άνιση μεταχείριση, τότε το βάρος για την απόδειξη της μη διάκρισης το έχει εκείνος που φέρεται να έχει διαπράξει τη διάκριση. Έτσι για παράδειγμα, εάν δύο πρόσωπα υποφήφια για εργασία έχουν καθ’όλα ίδια προσόντα αλλά διαφέρουν μόνο ως προς την φυλετική καταγωγή, τότε σε περίπτωση που καταγγελθεί από τον μη επιλεχθέντα με ιδιαίτερη εθνοτική καταγωγή, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει ότι η μη επιλογή του δεν οφείλεται σε αυτόν τον λόγο αλλά σε κάποια άλλη ουσιαστική διαφορά των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων.

Δεν συνιστούν διάκριση τα ειδικά θετικά μέτρα υπέρ μιας από τις ομάδες με ιδιαίτερα εθνοπολιτισμικά, προσωπικά χαρακτηριστικά και πεποιθήσεις με σκοπό την πρόληψη ή την
αντιστάθμιση μειονεκτημάτων, λόγω ένταξης των προσώπων. Για παράδειγμα, άτομα από εθνοτικές μειονότητες ενδέχεται να χρειάζονται ειδική κατάρτιση και συγκεκριμένη βοήθεια ώστε να τους προσφέρεται πραγματική ευκαιρία ανεύρεσης εργασίας. Η οργάνωση μαθημάτων κατάρτισης ή η θέσπιση διαφορετικών ρυθμίσεων ειδικά για αυτά τα άτομα είναι τρόποι βελτίωσης των ευκαιριών που τους δίνονται.

- Ως διάκριση νοείται και η παρενόχληση ή κάθε άλλη προσβλητική ενέργεια, η οποία εκδηλώνεται με ανεπιθύμητη συμπεριφορά που σχετίζεται με έναν ή περισσότερους λόγους φυλετικής ή εθνικής/εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού-γενετήσιου προσανατολισμού, και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

- Ως διάκριση νοείται επίσης οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους.

Τέλος ο νόμος 2472/1997 προστατεύει ιδιαιτέρως ως "ευαίσθητα δεδομένα" την φυλετική κι εθνική καταγωγή, τις πολιτικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, την υγεία, την ερωτική ζωή και άλλα. (με βάση την ευρωπαϊκή κοινοτική Οδηγία 95/46 περί προσωπικών και ευαίσθητων δεδομένων).

Στην Ελλάδα ο Συνήγορος του πολίτη είναι η βασική αρχή ίσης μεταχείρισης και κατά των διακρίσεων. Περισσότερα εδώ: http://www.synigoros.gr/diakriseis/profile.htm

Η παρενόχληση ως διάκριση

- Ως διάκριση νοείται και η παρενόχληση ή κάθε άλλη προσβλητική ενέργεια, η οποία εκδηλώνεται με ανεπιθύμητη συμπεριφορά που σχετίζεται με έναν ή περισσότερους λόγους φυλετικής ή εθνικής/εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού-γενετήσιου προσανατολισμού, και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

αρχή

Kοινωνικός αποκλεισμός

Kοινωνικός αποκλεισμός"είναι μια διαφορετική έννοια από εκείνες της φτώχειας και της περιθωριοποίησης. Kοινωνικός αποκλεισμός είναι η παρεμπόδιση απορρόφησης κοινωνικών και δημόσιων αγαθών, όπως είναι π.χ. αυτά της εκπαίδευσης, του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης κλπ., η έλλειψη των οποίων οδηγεί συνήθως (9) και στην οικονομική ανέχεια και στην περιθωριοποίηση. Oόρος "κοινωνικός αποκλεισμός" χαρακτηρίζει, δηλαδή, τόσο μία κατάσταση όσο και μία διαδικασία. 

Παράδειγμα: Έτσι, όποια παιδιά έχουν φοιτήσει μόνο στην υποχρεωτική εκπαίδευση έχουν χρησιμοποιήσει από το δημόσιο πλούτο ένα συγκεκριμένο ποσό, που μπορούμε για κάθε χώρα να το υπολογίσουμε επακριβώς. Eάν κάποια παιδιά συνεχίσουν και τελειώσουν και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυτά έχουν αποροφήσει από το δημόσιο πλούτο ένα μεγαλύτερο ποσό. Eάν, τέλος, κάποια από αυτά φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο και ολοκληρώσουν πανεπιστημιακές σπουδές, τότε αυτά αποροφούν από το δημόσιο πλούτο ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό.

Σημαντικό είναι το εξής: όσο λιγότερο δημόσιο και κοινωνικό πλούτο απορροφά ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να διολισθήσει σε συνθήκες φτώχειας. Όμως ο βαθμός απορρόφησης δημόσιου πλούτου δεν είναι τυχαίο γεγονός. Oρισμένες ομάδες ανθρώπων έχουν περισσότερες δυνατότητες να απορροφήσουν δημόσιο πλούτο και άλλες λιγότερο.

Έτσι, ορισμένες ομάδες αποκλείονται δια νόμου: π.χ. η περίπτωση κατά την οποία πρόσβαση σε ορισμένους τομείς του δημόσιου πλούτου έχουν μόνο οι ντόπιοι και όχι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.

Oρισμένες ομάδες αποκλείονται εμμέσως: π.χ. μειονότητες που υποχρεώνονται να φοιτήσουν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους ή σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα χαμηλότερης ποιότητας. Ή πρόσφυγες, όπως είναι οι Πόντιοι, των οποίων τα επαγγελματικά εφόδια ακυρώνονται στην πράξη είτε επειδή για την χρήση τους απαιτείται τυπική αναγνώριση είτε διότι στην κοινωνία έχει επικρατήσει γενικώς η άποψη ότι τα εφόδια αυτά δεν είναι συμβατά με το δικό μας οικονομικό και κοινωνικό σύστημα.

Oρισμένες ομάδες περιορίζονται στις δυνατότητές τους να απορροφήσουν δημόσιο πλούτο επειδή η ύπαρξη άλλων παραγόντων λειτουργεί αποτρεπτικά: π.χ. ένα άτομο με ειδικές ανάγκες μπορεί μόνο τότε να συμμετέχει στο δημόσιο πλούτο, όταν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις που επιτρέπουν την πρόσβασή του σε αυτόν.

Hδυσκολία αντιμετώπισης αυτών των αρνητικών παραγόντων έγκειται στο γεγονός ότι συνήθως όλοι όσοι πλήττονται από κοινωνικό αποκλεισμό κατά την απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου, αποκλείονται ταυτοχρόνως σε πολύ μεγάλο βαθμό και από το σημαντικότερο αγαθό δημόσιου πλούτου: εκείνο της ισότιμης συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι.

Από κείμενο του Γ.Τσιάκαλου, Καθηγητή Παιδαγωγικής

http://users.auth.gr/~gtsiakal/exclusion/apokl_kasimati.htm

αρχή

Μισαλλοδοξία και προακαταλήψεις

Το μίσος εναντίον όσων έχουν διαφορετική άποψη (πολιτική τοποθέτηση, θρησκεία κ.λπ). Η πιο συνήθης μορφή είνα η θρησκευτική μισαλλοδοξία.

 Η μισαλλοδοξία, το μίσος για τις πεποιθήσεις του άλλου, τελικά οδηγεί στο μίσος για τον άλλο, και μπορεί να ενθαρρύνει ή να πυροδοτήσει στάσεις και ενέργειες διακρίσεων, αποκλεισμού και βίας απέναντι σε ένα άτομο ή κοινωνική ομάδα λόγω των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεών τους.

Οι γενικεύσεις και πο προκαταλήψεις μπορεί να οδηγήσουν σε μια σειρά από βαθμιαία ειδεινούμενες και σοβαρότερες πράξεις και στάσεις απέναντι σε μια κοινωνική ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, φυλετικής, εθνικής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή αλλων πεποιθήσεων, φύλου, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας.

Σύμφωνα με την κλίμακα της Προκατάληψης του Allport τα στάδια αυτά είναι:

Κλίμακα 1, Λόγος μίσους (hatespeech)

Όταν μια πλεοψηφική ομάδα ελεύθερα αστειεύεται σε βάρος μιας μειοψηφικής κοινωνικής ομάδας. (πχ. τα ανέκδοτα για εβραίους, ποντίους, ξανθές κλπ.). Ο λόγος αυτός εκφράζεται μέσα από αρνητικά στερότυπα και εικόνες. Η πλειοψηφία συνήθως τον θεωρεί αθώο και ακίνδυνο. Μπορεί πράγματι καθεαυτός να είναι άμεσα ακίνδυνος αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πιο σοβαρές εκδηλώσεις προκατάληψης.

Κλίμακα 2 Αποφυγή-απομόνωση

Ή πλειοψηφία αποφεύγει τ αμέλη μιας μειονοτικής κοινωνικής ομάδας. Δεν προκαλεί άμεση ορατή βλάβη αλλά οδηγεί στον αποκλεισμό και την κοινωνική απομόνωση.

Κλίμακα 3 Διάκριση

Μια μειοψηφική-μειονοτική ομάδα υφίστατι διακρίσεις καθώς της αρνούνται ίσες ευκαιρίες και πρόσβαση σε υπηρεσίες και αγαθά. Οι συμπεριφορές αυτές, ενεργές ή παθητικές (πχ.αδράνεια στην προστασία τους από επιθέσεις) σκοπεύουν να βλάψουν τη μειοψηφική-μειονοτική ομάδα αποκλείοντάς τους από την επίτευξη κοινωνικών στόχων, την εκπαίδευση, την εργασία κλπ. Η πλειοψηφία προσπαθεί ενεργά να βλάψει τη μειοψηφία. (π.χ απαρτχάιντ)

Κλίμακα 4 Φυσική επίθεση

Μέλη της πλειοψηφικής ομάδας προχωρούν σε βανδαλισμούς, εμπρησμούς και καταστροφές της ιδιοκτησίας της μειοψηφικής-μειονοτικής ομάδας και πραγματοποιούν βίαιες επιθέσεις σε πρόσωπα ή ομάδες. Χαρακτηριστικά ιστορικά παραδείγματα είναι το λιντσάρισμα των μαύρων, τα πογκρόμ ενάντια στους Εβραίους, οι οργανωμένες βίαιες επιθέσεις σε μετανάστες και πρόσφυγες στην Ευρώπη.

Κλίμακα 5 Εξόντωση

Η πλειοψηική ομάδα επιδιώκει την εξόντωση ή την απομάκρυνση της μειοψηφικής ομάδας. Επιχειρεί να εξοντώσει ολόκληρη ή μεγάλο μέρος μιας ομάδας ανθρώπων.  (πχ. Ολοκαύτωμα και Τελική Λύση ενάντια στους Εβραίους, τους Ρομά και τους ομοφυλόφιλους, εθνικές εκκαθαρίσεις κλπ.)

αρχή

Διαφορετικότητα

Η έννοια της διαφορετικότητας (ελληνική απόδοση του όρου diversity) ως αξίας, στηρίζεται στην αναγνώριση, στην αποδοχή και στο σεβασμό. Σημαίνει κατανόηση ότι κάθε άτομο είναι μοναδικό κα αναγνωρίζει τις ατομικές μας διαφορές. Αυτές μπορεί να ανατπύσσονται γύρω από διαφορετικές διαστάσεις της προσωπικότητας που αφορούν στη φυλή, την εθνικότητα, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, την ηλικία, τις φυσικές και σωματικές ικανότητες, τη γλώσσα, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις ή άλλες ιδεολογίες. Η διαφορετικότητα ως αξία είναι η εξερεύνηση, η αναγνώριση και η συνύπαρξη αυτών των διαφορών σε ένα ασφαλές, θετικό και υποστηρικτικό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε πλαίσια διαμόρφωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως το σχολείο. Μπορεί ακόμα να είναι, πέρα από την απλή κατανόηση και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, η θετική ενθάρρυνση και η επικρότηση των πλούσιων διαστάσεων της διαφορετικότητας και των πολλαπλών ταυτοτήτων κάθε ατόμου που λειτουργεί ως αυτόνομο και αυτοπροσδιοριζόμενο υποκείμενο.

Η διαφορετικότητα συνιστά μια από τις θεμελιακές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θεωρείται μια σημαντική παράμετρος στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αναφέρεται σε ένα σύνολο συνειδητών πρακτικών που αναγνωρίζουν και αποδέχονται το διαφορετικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί μια καλύτερη δημόσια κατανόηση σχετικά με τα κοινωνικά οφέλη της διαφορετικότητας και τον αγώνα κατά των διακρίσεων στην κοινωνία. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κεντρικός στόχος είναι να σταματήσει την με οποιοδήποτε τρόπο διάκριση κατά ατόμων εξαιτίας φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

Συχνά στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε τον όρο διαφορετικότητα (diversity) μαζί ή αντί για τον όρο ετερότητα (alterity). Aν ο πρώτος περιγράφει τη μοναδικότητα και την πολλαπλότητα του αυτοπροσδιορισμού και των πολυεπίπδων ιδιοτήτων της προσωπικότητας και της κοινωνικής ταυτότητας των υποκειμένων, ο δεύτερος είναι πιο πολιτικός και περιγράφει περισσότερο την κοινωνική κατασκευή του «εμείς» και του «άλλοι».

 

αρχή

Ετερότητα

Συχνά στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε τον όρο διαφορετικότητα (diversity) μαζί ή αντί για τον όρο ετερότητα (alterity). Aν ο πρώτος περιγράφει τη μοναδικότητα και την πολλαπλότητα του αυτοπροσδιορισμού και των πολυεπίπδων ιδιοτήτων της προσωπικότητας και της κοινωνικής ταυτότητας των υποκειμένων, ο δεύτερος είναι πιο πολιτικός και περιγράφει περισσότερο την κοινωνική κατασκευή του «εμείς» και του «άλλοι».

Ετερότητα είναι η κατάσταση ή η ιδιότητα του άλλου: όντας άλλος ή διαφορετικός.Προϋποθέτει  ένα εγώ/εμείς που αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με ένα άλλο/άλλους. Αποτελεί ελληνική απόδοση του όρου alterityόπου η ρίζα ετερο- προέρχεται από το λατινικό alterπου σημαινει ο άλλος από δύο άτομα ( ο ένας και ο άλλος).

Η ετερότητα έτσι, είναι ένας φιλοσοφικός και ανθρωπολογικός όρος για τον «άλλο». Η έννοια της «πολιτισμικής ετερότητας» και η κατασκευή των «πολιτισμικών άλλων» χρησοιμποιείται για να περιγραφεί η διαδικασία διαμέσου της οποίας οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί αποκλείουν ιδιαίτερες ομάδες ανθρώπων βάσει της ιδιότητάς τους ώς «άλλοι». Δηλαδή του αποκλεισμού και  των διακρίσεων εκ μέρους των πλειοψηφικών κοινωνικών ομάδων που αυτοπροσδιορίζονται ως «εμείς» σε βάρος των μειοψηφικών-μειονοτικών ομάδων που προσδιορίζονται έτσι από την πλειοψηφία ως «άλλοι».

Ετερότητα είναι επίσης η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μοναδικά διαφορετικός/-ή από άλλους ανθρώπους. Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις σχέσεις ισχύος και εξουσίας και τις προοπτικές επιβίωσης ή ένταξης και ανέλιξης, οι μειοψηφικές-μειονοτικές ομάδες απορρίπτουν ή ενεγκαλίζονται την ιδιότητά τους ως «άλλοι» στο πλαίσο αυτής της κοινωνικής δυναμικής των διακρίσεωνμ, του αποκλεισμού και της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ισότιμης κοινωνικής συμμετοχής.

αρχή

Πολυπολιτισμικότητα

Ο όρος πολυπολιτισμικότητα (multiculturalism) καταρχήν δηλώνει ότισε μία κοινωνία συνυπάρχουν διάφορες κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές εθνικές-εθνοτικές και πολιτισμικές αναφορές. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε κατά πρώτον και κυριότερα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Αγγλία και τον Καναδά.

Η Πολυπολιτισμικότητα έχει διαφορετικές σημασίες. Στο επίπεδο της συλλογικότητας και των κοινωνικών ομάδων, σημαίνει εκτίμηση, αποδοχή ή προαγωγή πολλαπλών πολιτισμών με βάση τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού σε μια χώρα-περιοχή, συνήθως στο πλαίσιο του σχολείου, στην οικονομία, στις πόλεις, στα έθνη. Με αυτήν την έννοια η πολυπολιτισμικότητα πλησιάζει στην έννοια του σεβασμού στη διαφορετικότητα. Επίσης ως όρος περιγράφει την εσωτερική κατάσταση των προσώπων που αυτοαναφέρονται σε διαφορετικές πολλαπλές πολιτισμικές ταυτότητες, επειδή πχ. έχουν μεγαλώσει σε επαφή ή έχουν επηρρεαστεί βαθιά από περισσότερες κουλτούρες, γλώσσες, σε περισσότερα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Σήμερα όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου λιγότερο ή περισσότερο βρίσκονται σε αυτήν την κατηγορία.

Σε πολιτικό πλαίσιο ο όρος απέκτησε επίσης την έννοια της υπεράσπισης ισότιμης αναγνώρισης των διακριτών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων απέναντι σε ένα μονοπολιτισμικό σύνολο αξιών το οποίο δεν επικρατεί.

Η πολυπολιτισμικότητα ως μωσαϊκό από (ισότιμες) κουλτούρες  με διατήρηση της διαφοράς και διακριτών κοινωνικών χώρων, συχνά αντιπαρατέθηκε στην αφομοίωση (όταν για την ισότιμη ένταξη απαιτείται το νέο μέλος να καταστεί απολύτως όμοιο και να εστερνιστεί τις αξίες τις πλειοψηφίας)  και στην κοινωνική ένταξη (ισότιμη πρόσβαση των μειονοτικών ομάδων σε ευκαιρίες, αγαθά και υπηρεσίες που απολαμβάνει η πλειοψηφία).  Συχνά μάλιστα η πολυπολιτισμικότητα υιοθετήθηκε ως επίσημη πολιτική σε διάφορες χώρες του δυτικού κόσμου από το 1970 και έπειτα για διαφορετικούς λόγους, και συχνά απέναντι στο πραγματικό γεγονός της ραγδαίας εθνοτικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης του πληθυσμού τους, ενώ είψχαν διαμορφωθεί ως έθνη-κράτη με ενιαία εθνική ταυτότητα κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

Στη σύγχρονη κοινωνία οι διαφορετικές προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας ως πολιτικό εργαλείο και κατανόηση των κοινωνικών ταυτοτήτων οδηγούν σε δύο αντιφατικές στρατηγικές:

  • Η πρώτη επικεντρώνει στη διαντίδραση και στην επικοινωνία ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες, επιτρέποντας την αλληλοκατανόηση και την πολυπολιτισμική συμβίωση. Ωστόσο, δεν επιλύει τα προβλήματα των εντάσεων στις διαπολιτισμικές σχέσεις, καθώς συχνά εκείνο που προβάλλεται ως πρόβλημα πολιτισμού και δυσανεξίας ή μισαλλοδοξίας, αποτελεί επιχείρημα διακρίσεων και ρατσισμού που υπάρχει εξαιτίας σχέσεων εξουσίας και άνισης κοινωνικής ισχύος. Στην πράξη η εξήγηση αυτών των προβλημάτων, των συγκρούσεων και των εντάσεων με βάση τον πολιτισμό κρύβει αυτές τις σχέσεις και απομακρύνει από την κατανόηση και την επίλυση των προβλημάτων.
  • Η δεύτερη επικεντρώνει στη διαφορετικότητα και την πολιτισμική μονδαικότητα. Η πολιτισμική απομόνωση προστατεύει τη μοναδικότητα της τοπικής κουλτούρας ενός έθνους ή περιοχής. Ωστόσο, μοιραία οδηγεί τις μη πλειοψηφικές και μειονοτικές ομάδες σε απομόνωση, σε άνισημεταχείριση και σε διακρίσεις.

Οι παραπάνω στάσεις και στρατηγικές – συνήθως του κράτους και των θεσμών αλλά και μεγάλων κοινωνικών ομάδων και σχηματισμών - απέναντι στις κοινωνίες, στις συλλογικότητες και στα πρόσωπα με διαφορετικές κουλτούρες τις περισσότερες φορές συνυπάρχουν και συνδυάζονται αλληλοσυμπληρούμενες παράγοντας ιδαίτερες πολιτικές και πολιτισμικά φαινόμενα και εκφράσεις της πολυπολιτισμικότητας και διαπολιτισμικότητας στις κοινωνίες.

Τα τελευταία χρόνια σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες το λεγόμενο «πολυπολιτισμικό μοντέλο» δέχεται κριτική η οποία συνδέεται κυρίως με την απομόνωση των πολιτισμών στο πλαίσιο του υποτιθέμενου σεβασμού της διαφορετικότητας χωρίς να αντιμετωπισθούν οι κοινωνικοοικονομικοί όροι αποκλεισμού από το κύριο κοινωνικό σώμα. Οι διαφορετικές εθνοτικές κοινότητες συχνά αναπτύχθηκαν γύρω από διακριτές κουλτούρες αποκομμένες η μία από την άλλη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις που όμως με γενικεύσεις στηλιτεύουν ολόκληρες εθνοτικές ομάδες (πχ.η κλειτοριδεκτομή από μια μικρή ομάδα μουσουλμάνων από συγκεκριμένες περιοχές της Αφρικής) μια σειρά από αξίες και έθιμα έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες, αρχές και δικαιώματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνίας (πχ.ισότητα ανδρών-γυναικών, σεβασμός και αποδοχής ομοερωτοκών επιλογών κλπ.). Ανάλογες αποκλίσεις από κεντρικές πολιτικές και κοινωνικές αξίες εργαλειακά χρησιμοποιούνται για τη γενίκευση και τη δημιουργία αρνητικών στερεοτύπων σε βάρος εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιτείνεται έτσι ακόμη περισσότερο η αδυναμία συγκρότησης συνεκτικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπου οι αδύναμες τάξεις και στρώματα, υφίστανται περισσότερο από όλες την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και της προστασίας του κράτους.

αρχή

Πολυπολιτισμική ή διαπολιτισμική εκπαίδευση

Ο όρος διαπολιτισμικότητα δηλώνει κατά κύριο λόγο τη σχέση των διαφορετικών εθνοπολιτισμικών κοινωνικώνομάδων μεταξύ τους. Πολυπολιτισμική ή διαπολιτισμική εκπαίδευση ονομάστηκε κατά καιρούς:

- η προσπάθεια μέσα από προγράμματακαι πρακτικές για να βελτιωθεί η σχολική επίδοση μαθητών διάφορων κοινωνικών ομάδων που προέρχονται από άλλη χώρα, και έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές. (πχ. τάξεις υποδοχής και μαθησιακή στήριξη, ελληνομάθεια)

- η προσπάθεια να διδαχθεί η γλώσσα και ο πολιτισμός στους μαθητές διαφορετικών κοινωνικών ομάδων με διακριτές εθνοπολιτισμικές αναφορές (στο πλαίσιο της διάσωσης και της μη απώλειας του πολιτισμικού πλούτου του οποίου είναι φορείς).(πχ.προγράμματα διατήρησης μητρικής γλώσσας)

- Η προσπάθεια διδασκαλίας και κατανόησης στοιχείων διαφορετικών πολιτισμών σε όλους τους μαθητές στο πλαίσιο της επικοινωνίας και της διεπαφής των πολιτισμών και της διαμόρφωσης πολλαπλών ταυτοτήτων. (πχ. ειδικά προγράμματα και δράσεις γνωριμίας με διαφορετικούς πολιτισμούς και γλώσσες) Πρωταρχικός στόχος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σε αυτήν την περίπτωση είναι η ανάκτηση των ικανοτήτων που συμβάλλουν στην εποικοδομητική συμβίωση μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό κοινωνικό ιστό. Φέρνει μαζί της όχι μόνο την αποδοχή και το σεβασμό του διαφορετικού, αλλά επίσης, την αναγνώριση της πολιτισμικής τους ταυτότητας, μέσα από μια καθημερινή προσπάθεια διαλόγου, κατανόησης και συνεργασίας.

- Η προσπάθεια προσαρογής και εμπλουτισμού όλου του εκπαιδευτικούς προγράμματος από στοιχεία πολλαπλών πολιτισμών με στόχο να αποκτήσουν οι μαθητές ευρύτερους ορίζοντες κατανόησης του σύγχρονου κόσμου και κοινωνίας. (πχ.προγράμματα διαθεματικής αναμόρφωσης και βελτίωσης του εκπαιδευτικού προγράμματος και της ύλης).

Σε μια εκδοχή αυτής της προσέγγισης ο ευσιαθητοποιημένος ή/και καταρτισμένος εκπαιδευτικός εκμεταλλεύεται τη διαπολιτισμική διάσταση κάθε διδασκόμενου αντικειμένου και δε χάνει την ευκαιρία να αναδεικνύει τις βασικές αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, όπως αυτές ορίζονται από τον H. Hessinger:

  • - Εκπαίδευση για ενσυναίσθηση
  • - Εκπαίδευση για αλληλεγγύη
  • - Εκπαίδευση για διαπολιτισμικό σεβασμό
  • - Εκπαίδευση ενάντια στον εθνικιστικό τρόπο σκέψης
  • - Εκπαίδευση για την ειρήνη

Περισσότερα εδώ: http://virtualschool.web.auth.gr/3.2/Praxis/Michalis.html

Με διαφορετική μέθοδο και σε διαφορετική ένταση όλες οι εκδοχές της διαπολιτισμικής εκπάιδευσης στοχεύουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων και του αποκλεισμού.

Στην Ελλάδα σύμφωνα με το νόμο (ν.2143/1996) σκοπός της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι η οργάνωση και λειτουργία σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την παροχή εκπαίδευσης σε νέους με εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ή μορφωτικές ιδιαιτερότητες. Σε συγκεκριμένα σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης εφαρμόζονται τα προγράμματα των αντίστοιχων δημοσίων σχολείων, τα οποία προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ή μορφωτικές ανάγκες των μαθητών τους. Από το 1996 έως σήμερα, πολλά προγράμματα, κεντρικές και τοπικές πρωτοβουλίες και δράσεις έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί στα ελληνικά σχολεία σχετικά με το σεβασμό στη διαφορετικότητα και την παραγωγική συμβίωση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.

αρχή

Εθνική και εθνοτική καταγωγή

Εθνικές ή εθνοτικές ομάδες είναι οι κοινωνικές ομάδες που μοιράζονται το ίδιο ιστορικό υπόβαθρο και συνδέονται με κοινές πολιτισμικές πρακτικές, γλώσσα και συχνά θρησκεία, πεποιθήσεις ή παραδόσεις και με πραγματικούς ή φαντασιακούς δεσμούς αίματος και κοινή ιθαγένεια.

Συνήθως οι εθνικές ομάδες συνδέονται με ένα υφιστάμενο έθνος-κράτος – του οποίου μπορεί να είναι ή να μην είναι υπήκοοι, όντας αντιστοίχως πλειοψηφική ή μειονοτική ομάδα στη χώρα διαβίωσής τους – ενώ οι οριζόμενες ως εθνοτικές δεν αναφέρονται συνήθως σε ένα σημερινό κράτος, αλλά στην εθνοτική καταγωγή ως ιστορική αναφορά του παρελθόντος.

Η έννοια της εθνότητας έχει τις ρίζες της στην ιδέα της κοινωνικής ομάδας  πού χαρακτηρίζεται κυρίως από την κοινή υπηκοότητα, φυλετική συγγένεια, κοινή  θρησκευτική πίστη και γλώσσα , ή πολιτιστικές και παραδοσιακές αναφορές και προέλευση, ενώ η φυλή έχει τις ρίζες του στην ιδέα της βιολογικής ταξινόμησης των homo sapiens σε υποείδη , σύμφωνα με μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα του δέρματος ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου.

Η σύγχρονη έννοια του έθνους εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα. Ιστορικά, το "έθνος" προέρχεται από το ελληνικό επίθετο «Εθνικός». Το επίθετο προέρχεται από το ουσιαστικό ‘έθνος’, πράγμα που σημαίνει ξένα άτομα ή λαούς. Το ουσιαστικό "εθνικός" έπαψε να συσχετίζεται με τους "ειδωλολάτρες" στις αρχές του 18ου αιώνα. Η χρήση του όρου εθνοτικός με τη σύγχρονη έννοια ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα.

Η έννοια του πολίτη της ΕΕ παρέχει το δικαίωμα προστασίας από διακρίσεις για λόγους, μεταξύ άλλων, εθνοτικής καταγωγής. Αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Η έννοια της εθνοτικής καταγωγής συχνά αποτελεί μια προσπάθεια κατάταξης των ανθρώπων, όχι ανάλογα με τη σημερινή τους υπηκοότητα, αλλά σύμφωνα με εκείνη των προγόνων τους. Στη στατιστική αντικατέστησε την έννοια της φυλής που για ευνόητους λόγους εγκαταλείφθηκε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ευρώπη διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό εθνοτικών ομάδων. Οι  Πάνα και Pfeil(2004) μετρούν 87 διαφορετικές «λαών της Ευρώπης», εκ των οποίων 33 αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού σε τουλάχιστον ένα κυρίαρχο κράτος, ενώ το υπόλοιπο 54 συνιστούν εθνοτικές μειονότητες στο εσωτερικό κάθε κράτους που κατοικούν .Ο συνολικός αριθμός των εθνικών μειονοτικών πληθυσμών στην Ευρώπη εκτιμάται σε 105 εκατομμύρια άτομα, ήτοι το 14% των 770 εκατομμυρίων Ευρωπαίων.

αρχή

Μειονότητα

Δεν υπάρχειένας κοινά αποδεκτός ορισμός της έννοιας της μειονότητας. Για τον ΟΗΕ οι Μειονότητας προστατεύονται από διεθνείς διατάξεις κατά τις οποίες:

  • "...οι μη κυρίαρχες ομάδες, οι οποίες αν και βασικά επιθυμούν την ίσην μεταχείρισιν, επιδιώκουν διάφορον μέχρις ενός βαθμού μεταχείρησιν, δια να διατηρήσουν τα κύρια χαρακτηριστικά τους με τα οποία και ξεχωρίζουν από την πλειονότητα του πληθυσμού. Τα κύρια αυτά χαρακτηριστικά που προστατεύονται είναι η φυλή, η θρησκεία και η γλώσσα.

Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η έκφραση "εθνική μειονότητα" αναφέρεται σε μία ομάδα ατόμων σε ένα κράτος που:

  • ·         κατοικούν στο έδαφος αυτού του κράτους και είναι πολίτες του,
  • ·          διατηρούν μακροχρόνιους, ισχυρούς και διαρκείς δεσμούς με αυτό το κράτος,
  • ·         παρουσιάζουν ξεχωριστά εθν(οτ)ικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά,
  • ·         είναι αριθμητικά επαρκείς προς αντιπροσώπευση, αν και λιγότεροι από τον υπόλοιπο πληθυσμό αυτού του κράτους ή μίας περιοχής αυτού του κράτους,
  • ·         έχουν ως κίνητρο ένα ενδιαφέρον να διατηρήσουν μαζί εκείνο το οποίο συνιστά την κοινή τους ταυτότητα, συμπεριλαμβανομένης της κουλτούρας, των παραδόσεων, της θρησκείας ή της γλώσσας τους"

Άλλοι ορισμοί:

Για τον L. Wirth:

·         Μειονότητα χαρακτηρίζεται ομάδα ανθρώπων που εξ αιτίας των φυσικών ή πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους φέρονται να έχουν διαχωρισθεί από τους άλλους ανθρώπους στη κοινωνία που διαβιούν, αντιμετωπιζόμενοι κατά τρόπο διάφορο και άνισο που γι΄ αυτούς τους λόγους θεωρούν πως είναι αντικείμενα συλλογικής διάκρισης.

"...είναι μια ομάδα ατόμων τα οποία ζουν σε μία χώρα ή τόπο συγκεκριμένο, κοινής φυλής, θρησκείας, γλώσσας και παραδόσεων, συνδεδεμένα από την ταυτότητα αυτής της φυλής, αυτής της θρησκείας, αυτής της γλώσσας και αυτών των παραδόσεων με αίσθημα αλληλεγγύης με σκοπό να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους, την πίστη τους και να εξασφαλίσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τα ιδεώδη της φυλής τους και να βοηθιούνται μεταξύ τους"

"Η ιδέα που αποτελεί το θεμέλιο των συνθηκών προστασίας των μειονοτήτων είναι η εξασφάλιση για τις ομάδες που είναι ενταγμένες σε ένα κράτος, του οποίου ο πληθυσμός είναι διαφορετικής φυλής, γλώσσας ή θρησκείας από τη δική τους, της δυνατότητας μιας ειρηνικής συνύπαρξης και μιάς εγκάρδιας συνεργασίας με αυτό τον πληθυσμό, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από την πλειοψηφία και που ικανοποιούν τις σχετικές του ανάγκες" 

Βασικά σημεία:

α) η μη κυρίαρχη θέση της ομάδας, β) oεθν(οτ)ικός, θρησκευτικός ή γλωσσικός χαρακτήρας των παραδόσεών της, γ) η επιθυμία διατήρησης τους, δ) ο επαρκής αριθμός μελών για την ανάπτυξη αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και ε) η κατοχή της ιθαγένειας του φιλοξενούντος κράτους

Για τον Καναδό Deschenesη μειονότητα είναι:

"ομάδα πολιτών ενός κράτους, συνιστούσα αριθμητική μειοψηφία, σε μη κυρίαρχη θέση σε αυτό το κράτος, με εθνικά (ethnic), θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα της πλειοψηφίας του πληθυσμού, με αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της, έχουσα ως κίνητρο, έστω έμμεσα, συλλογική βούληση επιβίωσης και της οποίας ο στόχος είναι να επιτύχει πραγματική και νομική ισότητα με την πλειοψηφία".

Για τον Packerμειονότητα είναι μία ομάδα ατόμων που με ελεύθερη βούληση ενώνονται για έναν καθορισμένο σκοπό όπου η κοινή τους επιθυμία διαφέρει από έκεινη που εκφράζεται με την αρχή της πλειοψηφίας.

αρχή

Μετανάστες

Μετανάστες είναι εκείνοι που μετακινούνται μετατοπίζοντας το κέντρο της διαβίωσής τους από έναν τόπο σε έναν άλλο. Η ευρεία αυτή έννοια έχει διαφορετικές νομικές εκδοχές στις σύγχρονες έννομες τάξεις. Για τον ΟΗΕ μετανάστης εργαζόμενος είναι εκείνος που έχει διανύσει περισσότερο από ένα έτος ζωής και εργασίας σε χώρα διαφορετική απο εκείνη της ιθαγένειάς του. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο όρος μετανάστης περιγράφει τους ‘πολίτες τρίτων χωρών’(thirdcountrynationals) δηλαδή από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, στο κοινοτικό δίκαιο οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μετακινούνται από τη μια χώρα σε μια άλλη της Ένωσης, ονομάζονται διακινούμενοι εργαζόμενοι.

Η μετανάστευση είναι η φυσική μετάβαση ενός ατόμου ή μιας ομάδας απο μια κοινωνία σε μια άλλη. Η μετάβαση αυτή συνεπάγεται την εγκατάλειψη ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και την εγκατάσταση σε ένα άλλο. Η μετανάστευση είναι από τις παλαιότερες εκδηλώσεις στην ιστορία της συμβίωσης των λαών και πολλά πολιτιστικά στοιχεία και ολόκληροι πολιτισμοί οφείλονται στην εκδήλωση του φαινομένου αυτού. Η μετανάστευση ως σύγχρονο φαινόμενο αποτελεί μια περίπλοκη και σύνθετη διαδικασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα είχε πάντοτε αλλά με μεγάλη ένταση κυρίως την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα την εμπειρία της χώρας υποδοχής, ενώ, ιδιαίτερα το 19ο και τον 20ο, αποτελούσε ένα από τα κατεξοχήν παραδείγματα χωρών αποστολής μεταναστών.

αρχή

Ένταξη μεταναστών

Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης 2010-2014 η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπώντας στην κοινωνική ένταξη, στοχεύει στη χορήγηση ισότιμων δικαιωμάτων, ευθυνών και ευκαιριών σε όλους, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξισορρόπησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μεταναστών.

Στην ΕΕ η ένταξη νοείται ως μια «αμφίδρομη» διαδικασία «προσαρμογής μέσα από την αμοιβαία κατανόηση και την εκμάθηση-γνωριμία-αποδοχή εκ μέρους των μεταναστών των βασικών αρχών της Ε.Ε.. Η ένταξη ενίοτε χρησιμοποιείται και νοείται ως η αφομοίωση στο πολιτισμικό μοντέλο της κοινωνίας υποδοχής, δηλαδή ως η μόνη εφικτή επιλογή για την συμβίωση με κοινωνική ειρήνη και με θετική σχέση κόστους/οφέλους για την κοινωνία υποδοχής και ακόμα νοείται ως η ενσωμάτωση-συμμετοχή σε επιλεγμένα κομμάτια της κοινωνικής ζωής και ως ένα βαθμό για ένα συγκεκριμένο αριθμό μεταναστών με βάσει κάποιο κριτήριο.

Οι Κοινές Βασικές Αρχές της ΕΕ για την Ένταξη των Μεταναστών (Γκρόνιγκεν 2005):

1. Η ένταξη είναι μία δυναμική, αμφίδρομη διαδικασία, αμοιβαίου συμβιβασμού μεταξύ όλων των μεταναστών και υπηκόων των κρατών μελών. Για αυτό χρειάζονται πολιτικές για την ενίσχυση της ικανότητας της κοινωνίας υποδοχής να προσαρμοστεί στην πολυμορφία λαμβάνοντας μέτρα ένταξης επικεντρωμένα στον πληθυσμό υποδοχής Εκπόνηση εθνικών προγραμμάτων εφαρμογής μιας αμφίδρομης προσέγγισης Βελτίωση της κατανόησης και της αποδοχής της μετανάστευσης με εκστρατείες ευαισθητοποίησης, εκθέσεις, διαπολιτισμικές εκδηλώσεις, κλπ.

2. Η ένταξη προϋποθέτει την τήρηση των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έμφαση στην πτυχή «αγωγή του πολίτη» στα προγράμματα υποδοχής και τις λοιπές δραστηριότητες που προορίζονται για νεοαφιχθέντες υπηκόους τρίτων χωρών, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι μετανάστες θα κατανοήσουν και θα σεβαστούν τις κοινές ευρωπαϊκές και εθνικές αξίες και θα επωφεληθούν από αυτές. Πολιτικές ευαισθητοποίησης του κοινού στις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ.

3. Η απασχόληση αποτελεί βασικό στοιχείο της διαδικασίας ένταξης, ουσιαστικής σημασίας για τη συμμετοχή και τις συνεισφορές των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής καθώς και την προβολή των συνεισφορών αυτών. Ανάπτυξη καινοτόμων προσεγγίσεων για την πρόληψη των διακρίσεων στην αγορά εργασίας. Ενθάρρυνση της πρόσληψης μεταναστών μέσω δράσεων ευαισθητοποίησης, μέτρων που παρέχουν οικονομικά κίνητρα και άλλων μέτρων που εστιάζονται στους εργοδότες. Υποστήριξη της δημιουργίας επιχειρήσεων εκ μέρους των μεταναστών.

4. Bασικές γνώσεις της γλώσσας, της ιστορίας και των θεσμών της κοινωνίας υποδοχής είναι απαραίτητες για την ένταξη· σημαντική προϋπόθεση της επιτυχίας της ένταξής τους είναι το να επιτραπεί στους μετανάστες να αποκτήσουν τις βασικές αυτές γνώσεις. Προσφορά πακέτων πληροφοριών και μαθημάτων γλώσσας καθώς και πολιτικής αγωγής στη χώρα προέλευσης. Οργάνωση εισαγωγικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων στη χώρα υποδοχής για τους νεοαφιχθέντες υπηκόους τρίτων χωρών για την απόκτηση βασικών γνώσεων όσον αφορά τη γλώσσα, την ιστορία, τους θεσμούς, τις κοινωνικο-οικονομικές πτυχές, την πολιτιστική ζωή και τις θεμελιώδεις αξίες Διδασκαλία σε διάφορα επίπεδα μαθημάτων λαμβάνοντας υπόψη την παιδεία των ενδιαφερομένων και τις προηγούμενες γνώσεις τους

5. Οι προσπάθειες στον τομέα της εκπαίδευσης είναι βασικής σημασίας για την προετοιμασία των μεταναστών και ιδίως των παιδιών τους, να επιτύχουν και να είναι ενεργότερα μέλη της κοινωνίας. Αντανάκλαση της πολυμορφίας στα σχολικά προγράμματα. Πρόληψη της αποτυχίας και της εγκατάλειψης της σχολικής εκπαίδευσης.

6. Η πρόσβαση των μεταναστών στους θεσμούς καθώς και στα δημόσια και ιδιωτικά αγαθά και υπηρεσίες, ίσοις όροις με τους εθνικούς υπηκόους και χωρίς καμία διάκριση, αποτελεί βασική προϋπόθεση για μία καλύτερη ένταξη. Ενίσχυση της ικανότητας των παρεχόντων δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες να συνεργάζονται με τους υπηκόους τρίτων χωρών μέσω διαπολιτισμικής διερμηνείας και μετάφρασης, εποπτείας, διαμεσολάβησης των κοινοτήτων των μεταναστών, λειτουργίας ειδικών γραφείων εξυπηρέτησης.

7. Ένας μηχανισμός συχνής συνεργασίας μεταξύ των μεταναστών και των υπηκόων των κρατών μελών είναι βασικής σημασίας για την ένταξη. Κοινοί χώροι συζήτησης, διαπολιτισμικός διάλογος, εκπαίδευση για μία καλύτερη γνώση των μεταναστών και των πολιτισμών τους, καθώς και βελτίωση των συνθηκών ζωής σε αστικό περιβάλλον ενισχύουν την επικοινωνία μεταξύ των μεταναστών και των πολιτών των κρατών μελών. Προώθηση της χρήσης κοινών χώρων καθώς και των δραστηριοτήτων όπου οι μετανάστες συνεργάζονται με την κοινωνία υποδοχής. Βελτίωση των συνθηκών ζωής όσον αφορά την κατοικία, την υγεία, τις δομές υποδοχής των παιδιών, την ασφάλεια των συνοικιών καθώς και την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την εθελοντική εργασία και την επαγγελματική κατάρτιση, την κατάσταση των δημόσιων χώρων, την ύπαρξη ειδικών χώρων δημιουργικής απασχόλησης για τα παιδιά και τη νεολαία.

8. Η άσκηση των διαφόρων πολιτισμικών και θρησκευτικών πρακτικών την οποία εγγυάται ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να προστατευθεί, με την επιφύλαξη ότι δεν θα παραβιάζει άλλα απαραβίαστα ευρωπαϊκά δικαιώματα ή δεν θα αντίκειται στην εθνική νομοθεσία.

9. Η συμμετοχή των μεταναστών στη δημοκρατική διαδικασία και στη δημιουργία πολιτικών και μέτρων ένταξης, ιδίως σε τοπικό επίπεδο, ευνοεί την ένταξή τους. Ενίσχυση της συμμετοχής στα κοινά, καθώς και στα πολιτιστικά και πολιτικά δρώμενα πολιτικών τρίτων χωρών στην κοινωνία υποδοχής και βελτίωση του διαλόγου μεταξύ των διαφόρων ομάδων υπηκόων τρίτων χωρών, της κυβέρνησης και της κοινωνίας των πολιτών για την προώθηση της ενεργού άσκησης της ιδιότητας του πολίτη. Υποστήριξη σε πλατφόρμες παροχής συμβουλών σε διάφορα επίπεδα για τη διαβούλευση των υπηκόων τρίτων χωρών. Eκπόνηση εθνικών προγραμμάτων προετοιμασίας για ενεργό συμμετοχή στα κοινά και πολιτογράφηση.

Κοινό Πρόγραμμα για την Ένταξη - Πλαίσιο σχετικά με την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση- COM/2005/0389 τελικό

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:52005DC0389:EL:NOT

αρχή

Πρόσφυγες

Το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες (1951) καθορίζει ακριβώς το ποιος είναι ο πρόσφυγας. Είναι ένα άτομο που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ' αυτήν.

Το άσυλο βασίζεται τόσο στην αρχή της "μη επαναπροώθησης" όπου ο αιτών άσυλο δεν θα εκδιωχθεί ούτε θα απελαθεί όσο και στα διεθνώς ή εθνικά αναγνωρισμένα δικαιώματα των προσφύγων.

Κύρια υπεύθυνες για την προστασία των προσφύγων είναι οι χώρες υποδοχής. Οι 139 χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του 1951 είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν τους όρους της.

Η Σύμβαση της Γενεύης υιοθετήθηκε για να διευθετήσει τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη μαζική φυγή ανθρώπων. Μπορεί η φύση των συγκρούσεων και της μετανάστευσης να άλλαξε στο πέρασμα των χρόνων, όμως η Σύμβαση αποδείχθηκε ιδιαιτέρως ευπροσάρμοστη σε κάθε περίπτωση παροχής βοήθειας για την προστασία δεκάδων  εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι μετανάστες που μετακινούνται για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους πρόσφυγες οι οποίοι τρέπονται σε φυγή φοβούμενοι για τη ζωή τους.

Διαφορά μετανάστη-πρόσφυγα: Ο μετανάστης εγκαταλείπει τη χώρα του με τη θέλησή του προς ανεύρεση μιας καλύτερης ζωής, συνεχίζοντας να απολαμβάνει την προστασία της χώρας του / της. Ένας πρόσφυγας δεν έχει επιλογές όταν εγκαταλείπει τη χώρα του εξαιτίας του φόβου δίωξης.

Σε περιπτώσεις που δεν πληρούνται προϋποθέσεις του ασύλου αλλά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, μπορεί να χορηγηθεί καθεστώς επικουρικής προστασίας.

Αυτό το συμπληρωματικό είδος προστασίας είναι διαθέσιμο σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ‘υπαρκτό κίνδυνο σοβαρής βλάβης’ στις χώρες προέλευσής τους αλλά δεν εμπίπτουν στον ορισμό του ‘πρόσφυγα’. Ενώ για να αναγνωριστεί κάποιος ώς πρόσφυγας πρέπει να δείξει αιτιολογημένο φόβο δίωξης για συγκεκριμένους λόγους, δεν χρειάζονται συγκεκριμένοι λόγοι για την παροχή επικουρική προστασίας όταν κάποιος αντιμετωπίζει ‘υπαρκτό φόβο να υποστεί σοβαρή βλάβη’.

Σε διάφορες περιπτώσεις μαζικών εισόδων ανθρώπων, όπου οι διαδικασίες ασύλου δεν μπορούν να λειτουργήσουν, τα κράτη εφαρμόζουν την ''προσωρινή προστασία'', όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία στις αρχές του 1990. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσωρινή προστασία λειτουργεί προς όφελος τόσο των κυβερνήσεων όσο και των ίδιων των αιτούντων άσυλο, μόνο όμως συμπληρωματικά, δεν αντικαθιστά την προστασία που παρέχει η Σύμβαση.

αρχή

Ομοφοβία ή ομοερωτοφοβία (Homophobia)

Hομοερωτοφοβία (Homophobia) μπορεί να οριστεί ως αποστροφή ή μίσος εναντίον ομοερωτικών ατόμων ή προσώπων με ομοερωτικό τρόπο ζωής τους και κουλτούρα ή εν γένει για άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από εκείνον της πλειοψηφίας.

Η Ομοερωτοφοβία παρατηρείται ως επικριτική, περιφρονητική ή επιθετική συμπεριφορά διάκρισης ή και βίας στη βάση ενός υποτιθέμενου μη ετεροερωτικού προσανατολισμού.

Η θεσμοποιημένη ομοερωτοφοβία είναι εκείνη που δημιουργείται και αναπαράγεται από ένα κράτος και τους νόμους, όπως εκείνους που επιβάλλουν απαγορεύσεις εκδήλωσης του σεξουαλικού προσανατολισμού ή σοβαρού περιορισμού των δικαιωμάτων των Λεσβιών, Ομοερωτικών, Αμφιερωτικών Ατόμων, Τρανς ΛΟΑΤ.

Η εσωτερικευμένη ομοερωτοφοβία αναφέρεται σε μια μορφή ομοφοβίας από άτομα που νιώθουν έλξη από το ίδιο φύλλο έστω και μη αυτοπροσδιοριζόμενα ως ομοερωτικά, ή φοβούνται ότι οι άλλοι μπορεί να νομίσουν ότι είναι ομοερωτικά. Μάλιστα ο όρος homophobiaεμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αμερική (1969, GeorgeWeinberg) με την τελευταία του έννοια.

αρχή

Σεξουαλικός προσανατολισμός

Σε πολλά μέρη του κόσμου, άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό υφίστανται διασκρίσεις που ποικίλουν από προσβολές και αστεϊσμούς  έως σοβαρούς αποκλεισμούς και δολοφονίες. Σε πολλές χώρες, η ομοερωτική στάση και πρακτική αποτελεί ακομη αδίκημα, ενώ σε κάποιες, τιμωρείται με τη θανατική ποινή. Στην Ευρώπη, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί με μεταβολή της νομοθεσίας, πολλοί άνθρωποι βλέπουν τις ομοερωτικές συμπεριφορές ως μη φυσικές, ως ασθένεια ή ως ψυχολογική διαταραχή  και ανωμαλία.

Ο σεξισμός περιγράφει τη διάκριση εναντίον κάποιου εξαιτίας του φύλου του και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει κάθε τύπο διαχωρισμού που βασίζεται στο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ο σεξουαλικός προσανατολισμός θεωρείται λόγος αθέμιτης και μη επιτρεπτής διάκρισης στην απασχόληση και στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Επιπλέον η τέλεση της πράξης από μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού εκλαμβάνεται ως επιβαρυν τικό στοιχείο σε ένα ποινικό αδίκημα είναι το ρατσιστικό κίνητρο, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα.

Η νομοθεσία κατά των διακρίσεων

Άμεση διάκριση έχουμε όταν, ένα πρόσωπο για λόγους φυλετικής ή εθνικής/εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού-γενετήσιου προσανατολισμού, υφίσταται  μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση. Με άλλα λόγια αν η άνιση μεταχείριση ενός προσώπου οφείλεται στο ότι ανήκει σε μια από τις παραπάνω ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες.

Έμμεση διάκριση έχουμε  όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη νομοθετική διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα ορισμένης κοινωνικης ομάδας για τους παραπάνω λόγους (δηλαδή με ορισμένα προσωπικά ή συλλογικά εθνοπολιτισμικά ή άλλα χαρακτηριστικά και πεποιθήσεις) σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Παράδειγμα έμμεσων διακρίσεων είναι το να απαιτείται από όλους τους διεκδικητές μιας θέσης εργασίας να εξεταστούν σε συγκεκριμένη γλώσσα, ακόμα κι αν η γλώσσα αυτή δεν είναι απαραίτητη για τη δουλειά (πχ. χειρωνακτική εργασία). Η εξέταση θα μπορούσε να αποκλείσει περισσότερους ανθρώπους που έχουν διαφορετική μητρική γλώσσα.

Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και ελληνικό  δίκαιο, απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάκριση για έναν από τους παραπάνω λόγους. Για να στοιχειοθετηθεί μια διάκριση, πρέπει τα συγκρινόμενα πρόσωπα (ή ομάδες προσώπων) να διαφέρουν μόνο ως προς τον πιθανό λόγο διάκρισης, ενώ κατά τα άλλα να είναι αναλόγως ίσα και όμοια. Σε τέτοια περίπτωση που υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι ένα πρόσωπο έχει υποστεί διάκριση και άνιση μεταχείριση, τότε το βάρος για την απόδειξη της μη διάκρισης το έχει εκείνος που φέρεται να έχει διαπράξει τη διάκριση. Έτσι για παράδειγμα, εάν δύο πρόσωπα υποφήφια για εργασία έχουν καθ’όλα ίδια προσόντα αλλά διαφέρουν μόνο ως προς την φυλετική καταγωγή, τότε σε περίπτωση που καταγγελθεί από τον μη επιλεχθέντα με ιδιαίτερη εθνοτική καταγωγή, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει ότι η μη επιλογή του δεν οφείλεται σε αυτόν τον λόγο αλλά σε κάποια άλλη ουσιαστική διαφορά των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων.

αρχή

Ομοερωτικά άτομα  -ΛΟΑΤ (LGBT)

Ομοερωτικά άτομα σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Κάποιοι βασικοί ορισμοί:

  • Η ομοφυλοφιλία (homosexuality) αναφέρεται σε άτομα που έλκονται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου βιολογικού φύλου και μόνον.
  • Ο όρος ‘gay’ είναι ένας όρος  που συνήθως χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους άνδρες. Σε πολλές περιπτωσεις  όμως περιλαμβάνει και γυναίκες με ομοερωτικές συμπεριφορές (Λεσβίες).
  • Η ετεροφυλοφιλία (heterosexuality) αναφέρεται σε άτομα που έλκονται σεξουαλικά από άτομα του αντίθετου βιολογικού φύλου και μόνον και είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός της πλειοψηφίας. 
  • Η αμφιφυλοφιλία (bisexuality, bi-) αναφέρεται  σε όποιον που έλκεται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου και του αντίθετου φύλου.Ο όρος Λεσβία χρησιμοποιείται ως αναφορά σε γυναίκες με ομοερωτικές συμπεριφορές. (γυναίκες που έλκονται σεξουαλικά από άλλες γυναίκες)
  • Διαφυλικά άτομα (Transgender) είναι ό όρος που χρησιμοποιείτα για να αναφερθούμε σε άτομα που έχει διαφορετικό φύλο από εκείνο που υποδεικνύεται από το βιολογικό του φύλο  (ένας άνδρας μέσα σε ένα γυναικείο σώμα ή το αντίθετο).
  • ΛΟΑΤ (LGBT) είναι μια συντομογραφία-ακρωνύμιο του Λεσβίες (Lesbian), Ομοφυλόφιλοι ή Ομοερωτικά άτομα (Gay), Αμφιφυλόφιλοι ή Αμφιερωτικά άτομα (Bisexual) και Τρανς (Transgender).

Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1990 ως αυτοπροσδιορισμός. Ως όρος εστιάζει στη διαφορετικότητα της σεξουαλικότητας γενικά και των εκφράσεων πολισισμού που στηρίζονται σε ταυτότητες φύλου, κάποτε δε χρησιμοποιείται για οιονδήποτε είναι μη-ετεροφυλόφιλος/-η και όχι μόνον για Λεσβίες, ομοερωτικά, αμφιερωτικά  ή διαφυλικά άτομα. Μια δημοφιλής παραλλαγή προσθέτει το γράμμα Q(LGBTQπου εμφανίζεται μετά το 1996) για εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως ‘queer’ δηλαδή σε αναζήτηση της σεξουαλικής τους ταυτότητας.

αρχή

Ισλαμοφοβία

Ισλαμοφοβία συνιστά το μίσος, το φόβο ή την προκατάληψη εν γένει εναντίον του Ισλάμ ή των Μουσουλμάνων. Η Ισλαμοφοβία είναι όρος χρονολογείται από το 1980 αλλά χρησιμοποιείται ευρέως, καθώς αυξήθηκε σημαντικά στο δυτικό κόσμο, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, αλλά και μετά τις μεταναστευτικές ροές που προκλήθηκαν κυρί ως από τους πολέμους της Μέσης Ανατολής.

Το 1997 ο Βρετανικός οργανισμός RunnymedeTrust όρισε την Ισλαμοφοβία ως περιφρόνηση ή το μίσος για το Ισλάμ και κατά συνέπεια ως το μίσος ή την αντιπάθεια για όλους τους Μουσουλμάνους, αναφερόμενος επίσης στην πρακτική διακρίσεων σε βάρος των Μουσουλμνάνων αποκλείοντάς τους από την οικονομική, κοινωνική και δημόσια ζωή. Περιλαμβάνει την αντίληψη ότι το Ισλάμ δεν έχει κοινές αξίες με άλλες κουλτούρες, είναι κατώτερο των κυρίαρχων Δυτικών αξιών και είναι μια βίαιη πολιτική ιδεολογία, παρά μια θρησκεία. Το 2001 στο Διεθνές Φόρουμ της Στοκχόλμης για την Καταπολέμηση της Μισαλλοδοξίας η Ισλαμοφοβία αναγνωρίστηκε ως μορφή μισαλλοδοξίας μαζί με την Ξενοφοβία και τον Αντισημιτισμό.

Ανάμεσα στις μη χριστιανικές θρησκείες στην Ευρώπη, το Ισλάμ αποτελεί εκείνη με τους περισσότερους πιστούς. Είναι η πλειοψηφική θρησκεία σε κάποιες χώρες και περιοχές στα Βαλκάνια και τον Καύκασο ενώ είναι η δεύτερη σε αριθμό πιστών θρησκεία στη Γαλλία, Γερμανία και σε πολλές άλλες χώρες της ηπείρου.

αρχή

Αντισημιτισμός

Λειτουργικός ορισμός του αντισημιτισμού(Από : EUMC(EuropeanMonitoringCenterforRacismandXenophobia, σήμερα FRA(FundamentalRightsAgency) της Ευρωπαϊκής Ένωσης:    «Αντισημιτισμός είναι μια ορισμένη αντίληψη περί των Εβραίων που μπορεί να εκφραστεί ως μίσος προς τους Εβραίους. Οι προφορικές και φυσικές εκδηλώσεις του αντισημιτισμού στοχεύουν κατά Εβραίων ή μη Εβραίων και/ή της ιδιοκτησίας τους, κατά των θεσμών της εβραϊκής κοινότητας και θρησκευτικών κτιρίων».

Επιπροσθέτως, παρόμοιες εκδηλώσεις μπορούν επίσης να στοχεύουν κατά του Κράτος του Ισραήλ, νοουμένου ως εβραϊκή συλλογική οντότητα. Ωστόσο, η κριτική απέναντι στο Ισραήλ, στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται στα πλαίσια της κριτικής που ασκείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημιτισμός. 

Ο αντισημιτισμός συχνά κατηγορεί τους Εβραίους ως συνωμότες που βλάπτουν την ανθρωπότητα και χρησιμοποιείται τακτικά για να κατηγορεί τους Εβραίους «διότι τα πράγματα πάνε στραβά». Εκφράζεται στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, σε οπτικο-ακουστικά μέσα και σε επιθετικές ενέργειες και χρησιμοποιεί δόλια στερεότυπα και αρνητικά πρότυπα χαρακτήρων.

 Σύγχρονα παραδείγματα αντισημιτισμού στη δημόσια ζωή, στα Μ.Μ.Ε., στα σχολεία, στο χώρο εργασίας και στο θρησκευτικό πεδίο –λαμβάνοντας υπόψη το σφαιρικό πλαίσιο- μπορεί να περιλαμβάνουν (χωρίς να περιορίζονται μόνο σε αυτά) τα εξής:

Παραδείγματα αντισημιτισμού 

  • Την έκκληση, αρωγή ή δικαιολόγηση δολοφονίας ή σωματικής βίας κατά Εβραίων, στο όνομα μιας ριζοσπαστικής ιδεολογίας ή μιας εξτρεμιστικής άποψης της θρησκείας.
  •  Τη διατύπωση ψευδών ισχυρισμών που αφαιρούν την ανθρώπινη ιδιότητα από τους Εβραίους, δαιμονοποιούν ή τοποθετούν σε στερεότυπα τους Εβραίους ως τέτοιους ή τη δύναμη των Εβραίων συλλογικά, όπως –ειδικά αλλά όχι αποκλειστικά- ο μύθος περί της παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας ή περί του ελέγχου των Μ.Μ.Ε., της οικονομίας, των κυβερνήσεων ή άλλων κοινωνικών θεσμών από τους Εβραίους.
  • Την κατηγορία των Εβραίων ως λαού, ως υπεύθυνων για πραγματικά ή φανταστικά κακώς γενόμενα που διεπράχθησαν από έναν Εβραίο ως φυσικό πρόσωπο ή από ομάδα Εβραίων, ή ακόμη για ενέργειες που διεπράχθησαν από μη Εβραίους.
  • Την άρνηση του γεγονότος, του σκοπού, των μηχανισμών (π.χ., θάλαμοι αερίων) ή της πρόθεσης της γενοκτονίας του εβραϊκού λαού από την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και των υποστηρικτών και συνεργών της, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (του Ολοκαυτώματος).
  •  Την κατηγορία ότι οι Εβραίοι ως λαός ή το Ισραήλ ως κράτος εφηύραν ή μεγαλοποιούν το Ολοκαύτωμα.
  • Την κατηγορία ότι οι εβραϊκού θρησκεύματος πολίτες ενός κράτους είναι πιο πιστοί στο Ισραήλ ή στις φερόμενες ως προτεραιότητες των Εβραίων διεθνώς, απ΄ ότι στα συμφέροντα των κρατών των οποίων είναι υπήκοοι.
  • Την άρνηση του δικαιώματος του εβραϊκού λαού στον αυτοπροσδιορισμό π.χ., διά του ισχυρισμού ότι το Κράτος του Ισραήλ είναι ένα ρατσιστικό οικοδόμημα.
  • Την εφαρμογή διπλών μέτρων και σταθμών απέναντι στο Κράτος του Ισραήλ από το οποίο ζητείται συχνά να τηρεί στάσεις που κανένα άλλο δημοκρατικό κράτος δεν καλείται ούτε αναμένεται να τηρήσει.
  • Τη χρήση συμβόλων ή εικόνων που σχετίζονται με τον κλασικό αντισημιτισμό (ισχυρισμοί ότι οι Εβραίοι σκότωσαν το Χριστό, κατηγορία αίματος) για να χαρακτηριστεί το Ισραήλ ή οι Ισραηλινοί.
  •  Τον παραλληλισμό της σύγχρονης πολιτικής του Ισραήλ με τη ναζιστική πολιτική.
  •  Την άποψη ότι οι Εβραίοι ευθύνονται συλλογικά για τις ενέργειες του Κράτους του Ισραήλ.(Ωστόσο, η κριτική απέναντι στο Ισραήλ, στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται στα πλαίσια της κριτικής που ασκείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημιτισμός). 
  • Οι αντισημιτικές ενέργειες είναι εγκληματικές όταν ορίζονται ως τέτοιες από το Νόμο (για παράδειγμα άρνηση του Ολοκαυτώματος ή διανομή αντισημιτικού υλικού σε ορισμένες χώρες).
  •  Οι εγκληματικές ενέργειες είναι αντισημιτικές όταν στόχους των επιθέσεων αποτελούν: είτε άτομα ή περιουσιακά στοιχεία, όπως κτίρια, σχολεία, τόποι λατρείας και κοιμητήρια- διότι είναι (ή θεωρούνται ότι είναι) Εβραίοι ή εβραϊκά ή ότι συνδέονται με τους Εβραίους.
  • Αντισημιτική διάκριση, η οποία είναι παράνομη σε πολλές χώρες, είναι η άρνηση παροχής ευκαιριών στους Εβραίους ή υπηρεσιών οι οποίες είναι διαθέσιμες σε άλλους πολίτες.

Αντισημιτισμός μπορεί να οριστεί ως η «εχθρότητα προς τους Εβραίους ως θρησκευτική μειονότητα ή ομάδα, συχνά συνοδεύόμενη από την κοινωνικές, οικονομικές,και  πολιτικές διακρίσεις» και αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένο στην ευρωπαϊκή ιστορία μέχρι σήμερα.  Η εχθρότητα αυτή προς την εβραϊκή φυλή παρουσιάζει ιστορικά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό συνεχείας σε αντίθεση με άλλες που περιορίσθηκαν ή περιορίζονται τόσο τοπικά όσο και χρονικά. Ο αντισημιτισμός απαντάται από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα, εκδηλούμενος πότε σε μια χώρα, πότε σε άλλη, και πότε σε πολλές μαζί, έτσι ώστε να προσλαμβάνει ο όρος μια παγκόσμια έκφανση.

Αντισημίτες έχουν κατεργαστεί ιστορίες για συνωμοσίες Εβραίων, τροφοδοτώντας την αντισημιτική στάση των μη-Εβραίων εναντίον τους, με πιο διαβόητο να είναι το "Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών" (ένα εικονικό συκοφαντικό έγγραφο υποκίνησης βίας εναντίον των Εβραίων το οποίο  εξακολουθεί να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες). 

Η ελληνική λέξη μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα "Αιών". Ιστορικά η βιαιότερη έκφραση του αντισημιτισμού υπήρξε στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τη Ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 19ου αιώνα, εβραϊκές κοινότητες στη Ρωσία υπήρξαν θύματα  πογκρόμ ( μια ρωσική λέξη που σημαίνει ερήμωση ), τα οποία οργανώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό με συστηματικές διακρίσεις και  πράξεις βίας εναντίον εβραϊκών κοινοτήτων , συχνά με τη συναίνεση ή συμμετοχή , παθητική ή ενεργητική της αστυνομίας, ενθαρρύνόμενη από την αντισημιτική πολιτική της κυβέρνησης. Επιθέσεις εναντίον εβραϊκών κοινοτήτων ήταν επίσης συνηθισμένες  σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της Γαλλίας και της Αυστρίας. 

Η άνοδος του φασισμού στο πρώτο μέρος του 20ου αιώνα έφερε ακόμη περισσότερα προβλήματα για πολλούς Εβραίους στην Ευρώπη, καθώς ο αντισημιτισμός έγινε μέρος της ιδεολογίας της εξουσία. Φασιστικά καθεστώτα και κόμματα συνεργαστηκαν άμεσα ή έμμεσα με το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος που διέπραξαν το ναζιστικό της Γερμανίας και οι συμμάχοί τους κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, επίσης γνωστή ως Shoah ( Μιας  εβραϊκής λέξης που σημαίνει ερήμωση), περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίοι εξοντώθηκαν συστηματικά για κανέναν άλλο λόγω παρά το ότι ήταν Εβραίοι. Το Ολοκαύτωμα ήταν η κορύφωση των ρατσιστικών και αντισημιτικών πολιτικών που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση του Χίτλερ, η αγριότητα της οποίας είχε αρχίσει με τη «Νύχτα των Κρυστάλλων», ένα μαζικό πογκρόμ σε όλη τη Γερμανία στις 9 Νοεμβρίου 1938.

Με την επιτυχία της επανάστασης των Μπολσεβίκων, το πογκρόμ σταμάτησε στη Σοβιετική Ένωση, αλλά ο αντισημιτισμός συνεχίστηκε σε διάφορες μορφές, περιλαμβανομένων των βίαιων εκτοπισμών και δήμευσης της περιουσίας . Στο με τα κομμουνιστικό καθεστώς, ο αντισημιτισμός ήταν  συχνά συγκεκαλυμμένος από επίσημη αντι-σιωνιστική πολιτική. 

Σήμερα, ο αντισημιτισμός είναι τόσο ζωντανός όσο ποτέ, έστω και αν σε μια συχνά συγκεκαλυμμένη μορφή. Ομάδες υποστηρίζοντας την υπεροχή τους βεβηλώνουν εβραϊκά νεκροταφεία, ομάδες νεοναζί , συχνά συμπεριλαμβανομένων των νέων, διαλαλούν ανοιχτά τον αντισημιτισμό τους, και υπάρχουν πολλές ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο όπως και  λογοτεχνικές σελίδες  που  εξυμνούν την ναζιστική προπαγάνδα.

αρχή

Ρομά (Roma) -Τσιγγανοφοβία-Romaphobia

Οι ρομά ή τσιγγάνοι (εσδφαλμένα αναφερόμενοι ως Γύφτοι) αντιμετωπίζονταν πάντοτε ως διαφορετικοί από τους άλλους Ευρωπαίους. Για μεγάλο μέρος της ιστορίας τους υπήρξαν νομάδες, μετακινούμενοι από ένα μέρος στο άλλο ασκώντας διαφορετικές επαγγελματικές και εμπορικές δραστηριότητες. Μέσα στην ιστορία τους έχουν υποστεί καταναγκαστική αφομοίωση, ενώ η γλώσσα τους (Ρομανί) απαγορεύτηκε σε κάποιες χώρες, υπέστησαν αναγκαστικές στειρώσεις και και τα παιδιά αφαιρέθηκαν υποχρεωτικά από τους γονείς τους.

Οι Ρομά υπήρξαν σκλάβοι σε πολλές χώρες, με τελευταία τη Ρουμανία, όπου η δουλεία καταργήθηκε το 1856. Οι Ρομά δεν είχαν ποτέ ένα κράτος και ποτέ δεν πολέμησαν εναντίον άλλων λαών., Κατά τον εικοστό αιώνα σε πολλές χώρες νόμοι επέβαλλαν να εγκατασταθούν σε μια περιοχή παύοντας τη μετακίνησή τους.

Σήμερα οι κοινότητες Ρομά συνεχίζουν να υφίστανται άμεσα και έμμεσα διακρίσεις, διώξεις και να είναι ανεπιθύμητοι λιγότερο ή περισσότερο σε όλες της Ευρωπαϊκές χώρες.

Τσιγγανοφοβία (Zinganophobia-Romaphobia) ορίζεται το μίσος, ο φόβος και η προκατάληψη και εν η περιφρόνηση ή αντιπάθεια γένει εναντίον των Ρομά. Τα αρνητικά στερτεότυπα

Ο όρος αναφέρεται επίσης στην πρακτική διακρίσεων σε βάρος των Ρομά αποκλείοντάς τους από την οικονομική, κοινωνική και δημόσια ζωή. Περιλαμβάνει την αντίληψη ότι ο τρόπος ζωής Ρομά είναι ασύμβατος με εκείνον της πλειοψηφίας. Υπάρχει μια πεποίθηση ως ‘κοινός τόπος’ ότι οι Ρομά είναι υπεύθυνοι για πολλά από τα προβλήματά τους. Η προσεκτική εξέταση των στοιχείων και της πραγματικότητας στην υλοποίηση των πολιτικών στις συγκεκριμένες περιπτώσεις αποδεικνύει ότι αυτός είναι ένας μύθος.

Επίσημες και ανεπίσημες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο πληθυσμός των Ρομά στην Ελλάδα ανέρχεται σε 250,000-350,000 άτομα. Οι Ρομά ζουν υπό σοβαρή χωροταξικό και κοινωνικό διαχωρισμό (segregation) οδηγώντας στην γκετοποίηση. Ο χωρικός οικιστικός διαχωρισμός αποτελεί ένα στοιχείο που συνδέεται με τον κοινωνικο-οικονομικό αποκλεισμό των Ρομά, ο οποίος τους οδηγεί να αναζητούν και να βρίσκουν μη κατειλημένες και απομονωμένες περιοχές για την εγκατάσταση προσωρινών ή μακροχρόνιων καταυλισμών με αυτοσχέδιες παράγκες και παραπήγματα. Η έλλειψη βασικής πρόσβασης των άτυπων αυτών καταυλισμών σε υπηρεσίες κοινής ωφελείας μοιάζει να λειτουργεί την ίδια στιγμή ως το αποτέλεσμα αλλά και τη δικαιολόγηση του κοινωνικο-χωρικού τους διαχωρισμού. Έτσι, οι συνέπειες της περιθωριοποίησής τους (δυσμενείς συνθήκες δημόσιας υγιεινής) μετατρέπονται σε δικαιολογίες – και σε νομιμοποιητικά επιχειρήματα – για το διαρκή τους διαχωρισμό και αποκλεισμό σε ένα επίμονο φαύλο κύκλο στερεοτύπων, κρατικής αδράνειας και τοπικής εχθρότητας.

Σύμφωνα με την Πανευρωπαϊκή έρευνα θυματοποίησης EU-MIDISγια τις Διακρίσεις και τις Μειονότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [EUMIDIS‘EuropeanUnionMinoritiesandDiscriminationSurvey’] που πραγματοποίησε ο Οργανισμός για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) (http://fra.europa.eu22.4.2009) οι Ρομά στην Ελλάδα βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση ανάμεσα στους Ρομά των υπόλοιπων χωρών της Ένωσης που ερευνήθηκαν.

Περισσότερα εδώ: http://www.i-red.eu/?i=institute.en.publications.4

αρχή

Άτομα με αναπηρίες

Ο όρος «ανάπηρος» σύμφωνα με τον ορισμό του Ο.Η.Ε. (1975) αναφέρεται σε οποιοδήποτε άτομο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνο του όλες ή ένα μέρος από τις ανάγκες μιας φυσιολογικής, ατομικής ή και κοινωνικής ζωής λόγω κάποιου εκ γενετής ή επίκτητου, προσωρινού ή διαρκούς, σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος.

Αναπηρία είναι το αποτέλεσμα οργανικών ή περιβαλλοντολογικών αιτίων, που δημιουργούν ένα σύνολο εμποδίων σε σημαντικές περιοχές της ζωής, όπως η αυτοεξυπηρέτηση, η απασχόληση, η εκπαίδευση, η ψυχαγωγία και η γενικότερη κοινωνική συμμετοχή. (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας - Π.Ο.Υ. (World Health Organization - WHO, 2002).

Σήμερα, αναπηρία δεν θεωρείται κάποια κατάσταση ενός ανθρώπου, αλλά το αποτέλεσμα της σχέσης των ικανοτήτων ενός ατόμου και των απαιτήσεων του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια τα μειονεκτήματα στα οποία οδηγεί η αναπηρία οφείλονται και στην αδυναμία-μειονεξία  του συνόλου και της πολιτείας να προμηθεύσει τα μέσα τα οποία θα καταστήσουν την αναπηρία μη καθοριστική και θ άρουν τα εμπόδια κοινωνικής συμμετοχής των αναπήρων στη δημόσια ζωή.

Ο όρος μειονεξία ("handicap") εννοεί την απώλεια ή τονπεριορισμό ευκαιριών για κάποιον να παίρνει μέρος στη ζωή της κοινότητας ισότιμα με τους άλλους. Περιγράφει έτσι τη συνάντηση ανάμεσα σε ένα πρόσωπο με αναπηρία και το περιβάλλον.

Το Ελληνικό Σύνταγμα ορίζει πως τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Έτσι είναι υποχρέωση του Κράτους και του κοινωνικού συνόλου να εγγυώνται τις συνθήκες και προϋποθέσεις για την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρίες.

Η μείωση της ικανότητας ενός ατόμου να πραγματοποιήσει μια λειτουργία ή δραστηριότητα ονομάζεται κατάπτωση ή απώλεια ικανότητας. Οι αναπηρίες διακρίνονται σε τέσσερα είδη: κινητικές ή σωματικές, αισθητηριακές, νοητικές, γνωστικές και συναισθηματικές.

Ακόμα οι αναπηρίες ταξινομούνται ως προς το χρόνο εκδήλωσης σε εκείνες με τις οποίες γεννιέται το βρέφος και σε αναπηρίες οι οποίες μπορούν να προκληθούν σε κάποια χρονική στιγμή από κληρονομική αιτία, ασθένειες, εργατικό - τροχαίο ή άλλο ατύχημα. Συνεπώς η μειονεξία του αναπήρου, άσχετα από την μορφή και τον χρόνο που εκδηλώνεται προκαλεί μερική ή ολική απώλεια της ικανότητας του ατόμου να καλύπτει τις ανάγκες του.

Η Ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία για τις διακρίσεις και για την ισότητα στην απασχόληση ορίζει ότι οι εργοδότες έχουν το καθήκον να προβούν σε εύλογες προσαρμογές σε σχέση με υποψηφίους ή υπαλλήλους με αναπηρία. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες καλούνται να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να δώσουν τη δυνατότητα σε ένα άτομο με αναπηρία να αποκτήσει πρόσβαση σε απασχόληση ή κατάρτιση εκτός αν αυτή η ενέργεια θα επιβάλλει δυσανάλογο βάρος στον εργοδότη. Οι εύλογες προσαρμογές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την παροχή αναπηρικών καροτσιών, τη ρύθμιση του ωραρίου εργασίας, την προσαρμογή του εξοπλισμού γραφείου ή απλώς την ανακατανομή καθηκόντων μεταξύ των μελών μιας ομάδας. Για να προσδιοριστεί το δυσανάλογο βάρος, ειδικότερα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χρηματοοικονομικά και άλλα επακόλουθα έξοδα, η κλίμακα και οι χρηματοοικονομικοί πόροι της επιχείρησης και η πιθανότητα λήψης δημόσιας χρηματοδότησης ή κάποιας άλλης υποστήριξης.

αρχή

ΝΕΑ

 

 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ